- ἀντίφωνα
- ἀντίφωνοςsounding in answerneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντίφων' — ἀντίφωνα , ἀντίφωνος sounding in answer neut nom/voc/acc pl ἀντίφωνε , ἀντίφωνος sounding in answer masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTIPHONA — Cantus Ecclesiasticus alternus, cum scil. a duobus Choris alternatim Psalmi aut Hymm concinuntur. Isidor. Origin l. 6. c. 19. et de Eccles. Offic. l. 1. c. 7. Τὰ Ἀντίφωνα, Germano Patriarch. Constantinopolit. in Sacra Theor. Concilium Ephes. Καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
Anthem — The term anthem means either a specific form of Anglican church music (in music theory and religious contexts), or more generally, a song (or composition) of celebration, usually acting as a symbol for a distinct group of people, as in the term… … Wikipedia
Anthem — Ein Anthem ist eine englische Chorkomposition mit geistlichem Text, die in Gottesdiensten der Anglikanischen Liturgie verwendet wird. Im englischen Sprachgebrauch wird der Begriff auch allgemein für einen festlichen Gesang verwendet (vgl.… … Deutsch Wikipedia
MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere … Hofmann J. Lexicon universale
αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… … Dictionary of Greek
αντιφωνώ — (AM ἀντιφωνῶ, έω) απαντώ σε προσφώνηση μσν. νεοελλ. ψάλλω τα αντίφωνα αρχ. 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αποκρίνομαι μεγαλόφωνα 3. (για λύρα) απαντώ, ηχώ με ερωτικές μελωδίες 4. αποκρίνομαι με επιστολή 5. βρίσκομαι σε διαφωνία, σε ασυμφωνία με… … Dictionary of Greek
τυπικό — το / τυπικόν, ΝΜ 1. εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας το οποίο περιέχει την τυπική διάταξη τών διαφόρων εκκλησιαστικών ακολουθιών και ιεροτελεστιών κατά τη διάρκεια τού εκκλησιαστικού έτους 2. (λειτ.) καθένα από τα αντίφωνα που… … Dictionary of Greek
Βικτόρια, Τομάς Λουίς ντε- — (Tomαs Luis de Victoria, Άβιλα 1548 – Μαδρίτη 1611).Ισπανός συνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του στην πατρίδα του και τις συμπλήρωσε στη Ρώμη, όπου διορίστηκε διευθυντής της εκκλησιαστικής χορωδίας στη Σάντα Μαρία ντι Μονσεράτο, ύστερα στο Γερμανικό… … Dictionary of Greek
Ζαρκιάς, Στάθης — (1903 – 1948). Ποιητής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και εργάστηκε ως τελωνειακός υπάλληλος στον Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας κ.α. Τα πρώτα δημοσιεύματά του τα υπέγραφε συχνά με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σάκρος Αλτάνης. Η ποιητική συλλογή του Τ’ αντίφωνα … Dictionary of Greek